Σαξόφωνο
Το πρώτο σαξόφωνο το κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Defantenel στο Λιζιέ. Ο πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος Antoine Joseph Sax (1814-1894) ο οποίος ήταν κλαρινετίστας. Η Ουγγρική/Ρουμάνικη Tarogato η οποία είναι αρκετά παρόμοια με το σοπράνο σαξόφωνο έχει επίσης αναφερθεί ως πιθανή πηγή έμπνευσης. Είναι άγνωστη η προέλευση της έμπνευσης του Αδόλφου για τη δημιουργία του σαξόφωνου, όμως υπάρχει μια σαφής βεβαιότητα ότι κάποια σημεία του ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα σημεία του κλαρινέτου και του όμποε. Το επιστόμιο είναι σαν αυτό του κλαρινέτου και τα κλειδιά όπως αυτά του όμποε και υπάγεται στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Ο χρόνος έδειξε ότι αυτά ακριβώς τα "υβριδικά" χαρακτηριστικά του το έκαναν ένα πρωτότυπο όργανο. Αυτή η ιδιομορφία του αναγνωρίστηκε μόνο το 1857, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις με ορισμένους από τους επικριτές του, που αρνούνταν την ισχύ της ευρεσιτεχνίας του Sax. Συνθέτες όπως ο Rossini, ο Berlioz, ο Debussy ο Glazunov έδειξαν εμπιστοσύνη στο όργανο αυτό. Ορισμένοι συνθέτες, μεταξύ των οποίων και ο M. Ravel (Bolero), ο R. Strauss (Οικιακή Συμφωνία), ο J. Massenet (Βέρθερο), S. Prokofiev (Ρωμαίος και Ιουλιέτα), ο γάλλος συνθέτης G. Bizet (Preludio de La Arlesiana), K. Weill, D. Shostakovich, ενδιαφέρθηκαν για το σαξόφωνο και το εισήγαγαν σταδιακά στις συνθέσεις τους. Η συχνή εμφάνιση εκτός απ'την συμμετοχή του στις στρατιωτικές και τζάζ μπάντες ανάγκασε την αναγνώρισή του και τη χρήση του στις συμφωνικές ορχήστρες από το τέλος του 19ου αιώνα. Η εκτίναξη της εργογραφίας απο λόγιους συνθέτες για το όργανο τον 19ο, 20ο και 21ο αιώνα είναι εντυπωσιακή με πληθώρα έργων μουσικής δωματίου. Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο, άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο.